χαρακτηρίζομαι

χαρακτηρίζομαι
χαρακτηρίζομαι, χαρακτηρίστηκα, χαρακτηρισμένος βλ. πίν. 34

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ακρόπολη — Οχυρή θέση, συνήθως ύψωμα (λόφος), που στην Ελλάδα και την ηπειρωτική και τα νησιά αλλά και στη δυτική Μικρά Ασία, στην Κάτω Ιταλία και στη Σικελία, από τους πανάρχαιους χρόνους, το χρησιμοποιούσαν οι άνθρωποι των γύρω συνοικισμών ως καταφύγιο σε …   Dictionary of Greek

  • λογίζομαι — και λογιέμαι (AM λογίζομαι, Μ και λογίζω) [λόγος] συλλογίζομαι, αναλογίζομαι, υπολογίζω, σκέπτομαι (α. «λογίζεσαι τί πρόκειται να γίνει τώρα;» β. «πρὸς δὲ τοὺς θρασέως ὁτιοῡν οἰομένους ὑπομεῑναι δεῑν... τὸν πόλεμον, ἐκεῑνα βούλομαι λογίσασθαι»,… …   Dictionary of Greek

  • ρωτακίζω — ΝΑ προφέρω συχνά τον φθόγγο ρ στη θέση άλλου φθόγγου νεοελλ. 1. γλωσσ. χαρακτηρίζομαι από ρωτακισμό 2. ιατρ. προφέρω λανθασμένα τον φθόγγο ρ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥῶ, κατά το αμάρτυρο ρ. *ἰωτακίζω (πρβλ. ἰωτακισμός)] …   Dictionary of Greek

  • υγιαίνω — ὑγιαίνω, ΝΜΑ [ὑγιής] 1. είμαι υγιής, χαρακτηρίζομαι από άρτια, φυσιολογική λειτουργία τών διαφόρων μερών τού σώματός μου, είμαι γερός 2. (το β εν. πρόσ. και στη νεοελλ. και το β πληθ. προστ.) υγίαινε και υγιαίνετε προσφώνηση από κάποιον που πίνει …   Dictionary of Greek

  • χαρακτηρίζω — ΝΜΑ [χαρακτήρ, ῆρος] προσδιορίζω τη βασική, ουσιώδη ιδιότητα ενός προσώπου ή πράγματος, η οποία αποτελεί και το διακριτικό του γνώρισμα έναντι τών άλλων (α. «αυτό που τόν χαρακτηρίζει είναι η ειλικρίνεια» β. «μάλιστα δὲ χαρακτηρίζει τὸν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”